- τρέσαντα
- τρέωflee from fearaor part act neut nom/voc/acc plτρέωflee from fearaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρέσας — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… … Dictionary of Greek
τρεσάς — (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον… … Dictionary of Greek